οσμώμαι

οσμώμαι
ὀσμῶμαι και επικ. τ. ὀδμῶμαι, -άομαι (Α) [οσμή]
1. αντιλαμβάνομαι μέσω τού αισθητηρίου τής όσφρησης την οσμή που αναδίδει κάποιο πράγμα, οσφραίνομαι
2. έχω την αίσθηση τής όσφρησης
3. μτφ. α) προαισθάνομαι
β) παρατηρώ ή καταλαβαίνω κάτι
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ὀσμώμενα
τα όργανα τής όσφρησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οδμώμαι — ὀδμῶμαι, άομαι (Α) (παλαιότ. τ.) βλ. οσμώμαι …   Dictionary of Greek

  • οσμητός — ὀσμητός, ή, όν (Α) [οσμώμαι] αυτός τον οποίο μυρίζει κανείς ή αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μυρίσει …   Dictionary of Greek

  • όσμησις — ὄσμησις, ἡ (Α) [οσμώμαι] οσμή, μυρωδιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”